- συνεντευκτήριο
- [синэнтэфкгирио] ουσ ο место свидания.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
συνεντευκτήριο — το, Ν ο τόπος όπου γίνεται η συνέντευξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εντευκτήριο. Η λ., στον λόγιο τ. συνεντευκτήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek